- οργανιστός
- ὀργανιστός, -ή, -όν (Α) [οργανίζω]αυτός που προέρχεται από μηχανισμό, από συσκευή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οργανίζω — (Α ὀργανίζω) οργανώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η μαρτυρία τού ρήματος ὀργανίζω (< ὄργανον) είναι αμφίβολη (πρβλ. δι οργανίζω, κατ οργανίζω). Από το ρ. αυτό έχουν παραχθεί τα: οργανιστής, οργανιστός, οργανισμός] … Dictionary of Greek
οργανιστικός — ή, ό οργανωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργανιστός. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Αν. Βυζάντιο] … Dictionary of Greek